- ἐπίασεν
- πιάζωaor ind act 3rd sgπιέζωEp..aor ind act 3rd sg (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιάσεν — ἐπϊά̱σε̄ν , ἐπί ἄω 3 satiate fut inf act (epic doric) ἐπιάσε̄ν , ἐπί ἰάζω fut inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαλίζω — (Μ ζαλίζω) [ζάλη] 1. προξενώ ζάλη, σκοτοδίνη («μέ ζαλίζει το κρασί») 2. μτφ. στενοχωρώ, ενοχλώ, σκοτίζω κάποιον (μέ ζάλισε με την κουβέντα του») 3. προκαλώ νύστα, αποκοιμίζω 4. προκαλώ συγκίνηση, αναστατώνω κάποιον 5. παθ. ζαλίζομαι και ουμαι α)… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek